- ναζιάρης, -α, -ικο
- αυτός που κάνει νάζια, καμώματα, φιλάρεσκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναζιάρης — α, ικο [νάζι] αυτός που κάνει νάζια, φιλάρεσκος, σκερτσόζος … Dictionary of Greek
τσαχπίνης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.) 1. πονηρός, καταφερτζής, κατεργάρης. 2. επιδέξιος στις ερωτοδουλειές, ναζιάρης, καμωματής: Τσαχπίνα γυναίκα, τους τρέλανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαχπίνης — και τσακπίνης, α, ικο, Ν 1. πονηρός, κατεργάρης 2. σκερτσόζος, ναζιάρης και ερωτιάρης 3. καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capkin] … Dictionary of Greek
μαργιόλης — και ος, α, ικο (λ. βενετ.) 1. κατεργάρης, πανούργος στον έρωτα. 2. ναζιάρης, παιχνιδιάρης: Τον παρέσυρε μια μαργιόλα γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)